- εξαφανισμός
- οβλ. εξαφάνιση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εξαφανισμός — ο (AM ἐξαφανισμός) [εξαφανίζω] εξαφάνιση … Dictionary of Greek
εκμηδένιση — η 1. εξαφανισμός, εξουθένωση. 2. η μετάβαση από την ύπαρξη στην ανυπαρξία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξαφάνιση — εξαφάνιση, η και εξαφανισμός, ο 1. η εξάλειψη από το πρόσωπο της γης. 2. η απόκρυψη πράγματος. 3. όλεθρος, καταστροφή, σβήσιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαμός — ο απώλεια, θάνατος, χάσιμο, εξαφανισμός: Τη μάρανε ο χαμός του άντρα της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)